- προσεκπλατύνω
- Α [ἐκπλατύνω]1. καθιστώ κάτι πιο πλατύ, διαπλατύνω επιπροσθέτως2. διακρίνω επί πλέον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεκπλατυνέτω — προσεκπλατῡνέτω , προσεκπλατύνω smooth out further pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)